μυσταγωγός

μυσταγωγός
ο
αυτός που εισάγει στα μυστήρια, ο κατηχητής, ο ιερέας που τελεί τη Θεία Ευχαριστία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυσταγωγός — introducing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσταγωγός — ὁ (Α μυσταγωγός, όν) αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο κατηχητής («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῑς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», Πλούτ.) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μυσταγωγός άτομο που …   Dictionary of Greek

  • μυσταγωγοί — μυσταγωγός introducing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσταγωγούς — μυσταγωγός introducing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσταγωγέ — μυσταγωγός introducing masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσταγωγῷ — μυσταγωγός introducing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσταγωγόν — μυσταγωγός introducing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδρομαντεία — Η πρόβλεψη του μέλλοντος, από την εξέταση των κυματισμών, της διαφάνειας και του χρώματος του νερού. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό και αρχαιοδίφη Ουάρωα, οι Έλληνες παρέλαβαν την υ. από τους Πέρσες, την εποχή της εκστρατείας του Ξέρξη στην… …   Dictionary of Greek

  • Mystagogue — A mystagogue (from Greek: μυσταγωγός person who initiates into mysteries ) is a person who initiates others into mystic beliefs, an educator or person who has knowledge of the Sacred Mysteries. Another word is Hierophant. In ancient mystery… …   Wikipedia

  • Мистерии — Посвящение в дионисийские таинства. Фреска виллы Мистерий, Помпеи …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”